τριγωνομετρώ

τριγωνομετρώ
trigonometrik ölçüm yapmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τριγωνομετρώ — έω, Ν καταμετρώ με τριγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριγωνομέτρης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”